- ἑτοιμότης
- ἑτοιμότηςreadinessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑτοιμότητα — ἑτοιμότης readiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότητας — ἑτοιμότης readiness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότητι — ἑτοιμότης readiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότητος — ἑτοιμότης readiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετοιμότητα — η (ΑΜ ἑτοιμότης) [έτοιμος] 1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου») 2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία τού πνεύματος («έχει… … Dictionary of Greek
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek